- καταλουστικοί
- κατα-λουστικοί, οἱ,A members of a guild which performed ceremonial ablutions, Keil-Premerstein Zweiter Bericht183 (Lydia, ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταλουστικοί — καταλουστικοί, οἱ (Α) μέλη θρησκευτικού συλλόγου που εκτελούσαν λούσεις καθιερωμένες από την αίρεσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα λούομαι πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρηματ. επιθ. *κατά λουστος] … Dictionary of Greek